- υπερχρήματος
- -ον, Μπάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. ἀπο-χρήματος, ὀλιγο-χρήματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερχρήματον — ὑπερχρήματος very rich masc/fem acc sg ὑπερχρήματος very rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek